- διαταξάμενοι
- διατάσσωappointaor part mid masc nom/voc plδιατάσσωappointaor part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοπιωρούμαι — έομαι, Α [σκοπιωρός] (αποθ.) προσέχω, παραφυλάγω για κάτι («νῡν δὲ ξὺν ὅπλοις ἄνδρες ὁπλῑται διαταξάμενοι κατὰ τὰς διόδους σκοπιωροῡνται», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek